Η Ηπατίτιδα C είναι µια σοβαρή ασθένεια που προκαλείται από τον ιό της Ηπατίτιδας C (HCV) ο οποίος
προσβάλλει το συκώτι.
Πρόκειται για µία ύπουλη νόσο, αφού για πολλά χρόνια δεν παρουσιάζει συµπτώµατα, µε αποτέλεσµα ο
ασθενής να µην γνωρίζει
ότι νοσεί και συνεπώς να µην λαµβάνει εγκαίρως την κατάλληλη διάγνωση και θεραπεία.
Στη χώρα µας, υπολογίζεται ότι πάνω από 100.000 άνθρωποι πάσχουν από χρόνια Ηπατίτιδα C. Ωστόσο, περισσότεροι
από 75.000 δεν γνωρίζουν ότι νοσούν.
Όταν ένας άνθρωπος προσβληθεί αρχικά από τον ιό, συνήθως δεν εκδηλώνει συµπτώµατα γι’ αυτό και η διάγνωσή της
Ηπατίτιδας C γίνεται τις περισσότερες φορές τυχαία. Κατά συνέπεια, µε την πάροδο των χρόνων και παρά την απουσία
συµπτωµάτων, η χρόνια Ηπατίτιδα C προκαλεί σταδιακά σοβαρές βλάβες στο συκώτι, προκαλώντας τελικά
κίρρωση του ήπατος (καταστροφή του συκωτιού) σε ποσοστό 10 -15% των ασθενών.
Επιπλέον, οι ασθενείς µε κίρρωση έχουν αυξηµένο κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο του ήπατος και επιπλοκές,
όπως η νεφρική
ανεπάρκεια και ο σακχαρώδης διαβήτης. Οι επιπλοκές της κίρρωσης και ο καρκίνος του ήπατος είναι οι συχνότερες αιτίες
θανάτου των ασθενών µε χρόνια ηπατίτιδα C.
Στο αρχικό στάδιο της νόσου, σχετικά λίγοι ασθενείς εκδηλώνουν συµπτώµατα. Επιπλέον, αυτά είναι ήπια και όχι ειδικά και δεν προκαλούν σημαντική ανησυχία, με αποτέλεσμα ο ασθενής να μην αναζητά ιατρική συμβουλή. Στο στάδιο αυτό συνήθως εκδηλώνονται:
Ωστόσο, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν ότι έχουν προσβληθεί από τον ιό επειδή δεν εκδηλώνουν τα παραπάνω συµπτώµατα. Πολύ αργότερα, στα προχωρημένα στάδια της Ηπατίτιδας C (συνήθως 20 χρόνια μετά την έκθεση στον ιό) μπορεί να εκδηλωθούν χαρακτηριστικά συμπτώματα, όπως:
H διάγνωση της Ηπατίτιδας C γίνεται εύκολα, γρήγορα και ανώδυνα µε εξέταση αίµατος για την ανίχνευση αντισωμάτων του ιού. Η εξέταση γίνεται σχεδόν σε όλα τα μικροβιολογικά εργαστήρια, στα συμβεβλημένα ιατρεία του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. ή στα μικροβιολογικά εργαστήρια των δημόσιων νοσοκομείων.
Σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Ηπατίτιδα C, συστήνεται η εξέταση αντισωμάτων
του ιού της Ηπατίτιδας C σε όλα τα άτομα του γενικού πληθυσμού που έχουν γεννηθεί μεταξύ 1945 και 1980.
Επιπροσθέτως, πρέπει να κάνεις εξέταση για την Ηπατίτιδα C, εάν:
Σήµερα, η ηπατίτιδα C µπορεί να θεραπευθεί πλήρως.
Από το 2014 έχουν αλλάξει εντυπωσιακά οι δυνατότητες θεραπείας της νόσου, µε την κυκλοφορία αρκετών νέων φαρµάκων,
τα οποία είναι ιδιαίτερα ασφαλή και αποτελεσµατικά. Τα φάρµακα αυτά είναι δισκία που λαµβάνονται από το στόµα,
πρακτικά δεν έχουν αντενδείξεις και µπορεί να χορηγηθούν σχεδόν σε όλους ασθενείς, προσφέροντας πιθανότητες
πλήρους ίασης συνήθως πάνω από 95%.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά µε τη θεραπευτική αντιµετώπιση της Ηπατίτιδας C, πρέπει να απευθυνθείς στο γιατρό σου
ή σε ένα Ηπατολογικό Ιατρείο.
Βάσει της Παγκόσµιας Στρατηγικής για τις Ιογενείς Ηπατίτιδες 2016-2021 που ψηφίστηκε το 2016 από 194 κράτη-µέλη
του Παγκόσµιου Οργανισµού Υγείας (Π.Ο.Υ) για την εξάλειψη της νόσου µέχρι το 2030, η Ελλάδα έχει δεσµευτεί για
την αποτελεσµατική διαχείριση του σηµαντικού αυτού προβλήµατος για τη δηµόσια υγεία, µέσω του Εθνικού Σχεδίου
∆ράσης για την Ηπατίτιδα C.
Το Εθνικό Σχέδιο ∆ράσης για την αντιµετώπιση της Ιογενούς Ηπατίτιδας C, περιλαµβάνει 4 ενότητες που αφορούν:
στην ανάλυση της υφιστάµενης κατάστασης, στον σχεδιασµό στρατηγικής για την αντιµετώπιση της Ηπατίτιδας C,
στους άξονες δράσης και στη διαδικασία υλοποίησης του Εθνικού Σχεδίου.
Με την σύνταξη του Εθνικού Σχεδίου ∆ράσης, τίθεται πλέον ένα πλαίσιο που αποτελεί οδηγό κατά την διαδροµή της
χώρας µας προς εξάλειψη της Ηπατίτιδας C µέχρι το 2030.
Μάθετε περισσότερα για το Εθνικό Σχέδιο ∆ράσης για την Ηπατίτιδα C,
εδώ.
Αυτές οι πληροφορίες προορίζονται για γενική πληροφόρηση και ενηµέρωση του κοινού και σε καµία περίπτωση δεν µπορούν να υποκαταστήσουν τη συµβουλή ιατρού ή άλλου αρµόδιου επαγγελµατία υγείας. Την ευθύνη της ενηµέρωσης φέρει η Ελληνική Εταιρεία Μελέτης Ήπατος. Υπεύθυνος του επιστηµονικού περιεχοµένου της ιστοσελίδας είναι ο Καθηγητής Γεώργιος Παπαθεοδωρίδης, Πρόεδρος Ε.Ε.Μ.Η., ∆ιευθυντής Πανεπιστηµιακής Γαστρεντερολογικής Κλινικής Γενικό Νοσοκοµείο Αθηνών "Λαϊκό".